Intermezzo


ΚΟΙΤΑΖΑΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΝΩ από το τζάκι. “Είναι ωραία φωτογραφία”, είπε η μητέρα, “κορίτσια από τα μέρη μας κι άλλα που ήρθαν απ’ τα ξένα. Η Ελευθερία με το σπαστό μαλλί το μαύρο και τη ρουμάνικη μπλούζα, η Ευγενούλα μας, η πιο μικρή, με τα κινέζικα μάτια, τα χέρια τα λεπτούλια, η Εμορφία που πότε τραγουδούσε κι ήταν ευτυχισμένη -πότε δεν ήταν και τη φωνάζανε η κλαίουσα ιτέα. Στην άκρη η δεσποινίς Μαντά από την Κέρκυρα, σαν την καλή χαρά με την ομπρέλα της ανοιχτή και μας έλεγε: όταν ανοίγω την ομπρέλα, έρχεται πάντα βροχή, και απορούσαμε. Εδώ η κυρία Μερόπη με το καπελάκι της και στη μέση εγώ, ω Θεέ μου! Το παιδί με το βιολί είναι ο γιος μου. Τους θυμάσαι; 

“Τι παράξενο”, είπα, “μετά από τόσα χρόνια, τώρα το σκέφτομαι· σε ένα μικρό χωριό, τόσα ονόματα σπάνια κοριτσιών: Υπατία, Φεβρωνία, Φιλομήλα, Εμορφία, Εριθέλγη, Αναξεβία, κορίτσια που δεν γιορτάζουνε ποτέ. Κι ο μικρός σου γιος, τι ωραία που βγαίνει το γιακαδάκι από το πουκάμισό του στα πέτα. Του το είχα πει να το φοράς συχνά, να δεις που σε λίγο καιρό δεν θα ’ναι πια της μόδας -κρίμα, γιατί σου πάει τόσο πολύ”. 


Νοσηλεία 


ΚΛΩΤΣΑΩ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΩ τον περίπατο μαζί της· η πέτρα ήταν κάποτε η μπάλα· τα χωρίσματα με τις ραφές φέρνουν στην αφή την ησυχία της καμπύλης -παρειές μουτζουρωμένες των παιδιών. Η πέτρα φεύγει από το δρόμο που της ετοιμάζεις και σε πάει αλλού, δεν υπάρχει γήπεδο και όρια, πάντα φτάνεις σπίτι από άλλους δρόμους. Η πέτρα χάνεται, θα την ξαναβρείς -κάθε αυγή βρίσκεις τη μέρα που έκρυψες χθες. Ο μοναχικός άνθρωπος στέκει για μια στιγμή ανάμεσα στα πουλιά που φεύγουν βίαια προς τον ουρανό. Όμως το τυφλό πουλί μπορεί να σε χτυπήσει με δύναμη στο στήθος. 




Προσφορά


ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ ΚΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ. Τα πρωινά ξυρίζονταν, μετά μαζεύονταν και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Ήμαστε πολλοί, κλεισμένοι όλη την ημέρα -μια ώρα μας βγάζανε στην αυλή ή για ανάκριση δυο-δυο με χειροπέδες. 

Εγώ σφύριζα· σφύριζα με μανία και οι μεγάλοι είπαν να μη σφυρίζω, είπαν στον πατέρα μου “πες του να μη σφυρίζει συνέχεια”. Ήμουν άσσος σ’ αυτό, είχα μάθει να σφυρίζω και εισπνέοντας. Μόνο στην αυλή δεν σφύριζα, φοβόμουνα όλους αυτούς γύρω μας -κράνη και αυτόματα. 

Είχαν πιάσει κι έναν άνθρωπο βρόμικο κι άσχημο, το κάτω χείλος κρεμόταν γεμάτο σάλια. Αυτός πούλαγε εφημερίδες και φώναζε στους δρόμους: “μεγάλη νίκη των γερμανικών στρατευμάτων στο ανατολικό μέτωπο, ψέματα σας λέω”. Στη φυλακή οικονόμησε μια καραβάνα με φασόλια, έφαγε μ’ ένα πενταβρόμικο κουτάλι τη μισή και πρόσφερε το υπόλοιπο στον πατέρα. 

-Φάε, γιατρέ. 

-Όχι εγώ, στο παδί δώσε, είπε ο πατέρας. 

-Εγώ δε θέλω να φάω, είπα έντρομος. 

-Φάε, είπε γλυκά, δεν ξέρεις πότε θα ξαναφάμε. Κι έφαγα. Σκέφτομαι τώρα, αυτό είναι σαν μια συμφιλίωση με...

Ανόητη σκέψη. Φτάνει. Μη γράφεις άλλο.



                                                                                          περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τεύχος 167-168




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου